- περιτειχίσματος
- περιτείχισμαwall of circumvallationneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτριο — το (AM ἄτριον) αρχιτ. 1. το πρώτο και μεγαλύτερο στεγασμένο τμήμα της αρχαίας ρωμαϊκής κατοικίας όπου οδηγούσαν όλα τα άλλα δωμάτια, ο πρόδομος 2. το αίθριο, τετράγωνη περίστυλη αυλή των εκκλησιών 3. πρόναος ή εξωτερική αυλή των εκκλησιών των… … Dictionary of Greek
μεσοτείχιος — μεσοτείχιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών τειχών τής πόλης και τού στρατοπέδου τών εχθρών ή τού εξωτερικού περιτειχίσματος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοτείχιον το διάστημα μεταξύ τών τειχών τής πόλης και τού στρατοπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek